- περιτόνιο
- τὸ, ΜΑ [περίτονος]το επιτόνιο, το εργαλείο με το οποίο τέντωναν τις χορδές έγχορδων οργάνωνμσν.το περιτόναιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυοπνευμοπεριηπατίτιδα — η, Ν ιατρ. εγκυστωμένη περιτονίτιδα με σχηματισμό πύου και αερίου στο περιηπατικό περιτόνιο … Dictionary of Greek